- αναγυρίζω
- (αόρ. αναγύρισα и ανάγυρα) 1. μετ. поворачивать; переворачивать, опрокидывать;2. αμετ. 1) прогуливаться, бродить; 2) возвращаться, поворачивать обратно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναγυρίζω — (Μ ἀναγυρίζω) Ι. (αμτβ.) 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρίζω 2. επιστρέφω, επανέρχομαι 3. παρεκκλίνω από την πορεία μου, αλλάζω διεύθυνση, λοξοδρομώ ΙΙ. (μτβ.) 1. αναστρέφω, αντιστρέφω, γυρίζω 2. ανακατώνω, ανασκαλεύω 3. μεταστρέφω τα λεγόμενα … Dictionary of Greek
αναγυρίζω — ισα 1. μτβ., αναποδογυρίζω: Αναγύρισε το χώμα στις ρίζες των δέντρων. 2. αμτβ., περιφέρομαι, περιπλανιέμαι: Αναγυρίζει σαν την άδικη κατάρα. 3. επιστρέφω: Αναγύρισαν στο νησί κάμποσοι ξενιτεμένοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)